- πολυμνήμων
- πολυμνήμωνremembering many thingsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυμνήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που θυμάται πολλά, που έχει ισχυρή μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνήμων «αυτός που σκέφτεται, που θυμάται» (πρβλ. ιερο μνήμων)] … Dictionary of Greek
πολυμνήμονα — πολυμνήμων remembering many things neut nom/voc/acc pl πολυμνήμων remembering many things masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμνήμονας — πολυμνήμων remembering many things masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμνήμονες — πολυμνήμων remembering many things masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμνήμονος — πολυμνήμων remembering many things gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμνήστωρ — και δωρ. τ. πολυμνάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α πολυμνήμων* («γενοῦ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῦς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνήστωρ «αυτός που σκέφτεται κάτι»] … Dictionary of Greek
Ριγίνος — Γραμματικός που πιστεύεται ότι έζησε κατά τον 1o αι. π.X., ίσως και λίγο αργότερα, και ασχολήθηκε με τη μυθολογική ερμηνεία, ακολουθώντας τα πρότυπα και τις ιδέες της εποχής του. Σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, έχει γράψει έργο με τον τίτλο… … Dictionary of Greek